Εμμανουήλ

Εμμανουήλ
I
Αρχαίο εβραϊκό όνομα που, στην κυριολεξία, σημαίνει ο Θεός μαζί μας. Το όνομα αυτό αναφέρεται στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, γνωστό και ως βιβλίο του Εμμανουήλ, και υπήρξε αντικείμενο έντονων συζητήσεων μεταξύ των θεολόγων και των μελετητών των αρχαίων εβραϊκών κειμένων, οι οποίοι υποστήριξαν διάφορες γνώμες σχετικά με το πρόσωπο το οποίο υπονοεί.
Ιστορικά, η προφητεία του Ησαΐα για ένα παιδί που θα γεννηθεί και θα φέρει το όνομα Ε. ανάγεται στην εποχή κατά την οποία ο βασιλιάς του Ιούδα, Αχάζ, αντιμετώπισε τους συνασπισμένους βασιλείς του Ισραήλ και του Αράμ Φακεέ και Ρασίν. Στην προσπάθειά του να αποτρέψει τον Αχάζ από μια συμμαχία με τους Ασσύριους, ο Ησαΐας προφήτεψε ότι «ιδού η παρθένος εν γαστρί λήψεται και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Οι γνώμες των μελετητών διχάστηκαν σχετικά με το αν επρόκειτο για προφητεία που αφορά το άμεσο ή το απώτερο μέλλον. Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης θεώρησαν ότι το επερχόμενο παιδί θα ήταν αυτό που θα έφερνε καταστροφές στα βασίλεια του Ισραήλ και του Αράμ και ορισμένοι από αυτούς το ταύτισαν με τον γιο του Αχάζ, Εζεκία, ή και με τον ίδιο τον γιο του Ησαΐα. Σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, άλλωστε, δεν πρόκειται για ένα παιδί αλλά για περισσότερα.
Αντίθετα, αυτοί που θεώρησαν ότι η προφητεία του Ησαΐα είχε μεσσιανικό περιεχόμενο και αναφερόταν στο απώτερο μέλλον, υποστήριξαν ότι ο Ε. δεν είναι άλλος από τον Ιησού. Την άποψη αυτή υιοθέτησε και ο ευαγγελιστής Ματθαίος στο κεφάλαιο α’ του Ευαγγελίου του. Σημαντικό στοιχείο στην εδραίωση της τελευταίας αυτής άποψης υπήρξε η μετάφραση του βιβλίου του Ησαΐα από τους Εβδομήκοντα, οι οποίοι απέδωσαν την εβραϊκή λέξη αλμά με την ελληνική παρθένος.
Άλλοι μελετητές, τέλος, υποστήριξαν ότι το μέρος του βιβλίου του Ησαΐα που αναφέρεται στον Ε. αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στο αρχικό κείμενο.
Από το όνομα Ε., που πέρασε αυτούσιο στην ελληνική ονοματολογία, προέρχονται και τα ονόματα Μανουήλ, Μανώλης και Μανόλης, καθώς και τα υποκοριστικά τους, Μάνος, Μανούσος, Μανωλιός κλπ. Το ίδιο όνομα στις λατινικές γλώσσες συναντάται με τους τύπους Emmanuel (θηλυκό Emmanuelle), Immannuel και Manuel.
II
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, που πέθανε με μαρτυρικό τρόπο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Μαρτίου.
III
Επώνυμο δύο αδελφών από την Καστοριά, οι οποίοι υπήρξαν συνεργάτες του Ρήγα Φεραίου.
1. Ιωάννης (1774 – 1798). Γεννήθηκε στην Καστοριά και σπούδασε ιατρική στη Βιέννη, όπου γνωρίστηκε με τον Ρήγα Φεραίο και έγινε οπαδός του. Τον Μάιο του 1797 επέστρεψε στη Μακεδονία για να διαδώσει το εθνεγερτικό κήρυγμα του Ρήγα, αλλά χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα, πιθανόν εξαιτίας του γεγονότος ότι βρισκόταν υπό επιτήρηση. Ταξίδεψε ξανά στη Βιέννη τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου και σε λίγες μέρες συνελήφθη από την αυστριακή αστυνομία, με την κατηγορία ότι είχε συμπράξει στη συνωμοσία του Ρήγα. Αργότερα, επειδή ήταν Οθωμανός υπήκοος, παραδόθηκε στους Τούρκους και στραγγαλίστηκε στις φυλακές του Βελιγραδίου, κατά διαταγή του πασά της πόλης.
2. Παναγιώτης (1776 – 1798). Γεννήθηκε στην Καστοριά και εργάστηκε ως λογιστής στο γραφείο του Ευστράτιου Αργέντη, στη Βιέννη. Γνωρίστηκε με τον Ρήγα Φεραίο στο σπίτι του Αργέντη και σύντομα μυήθηκε στα επαναστατικά του σχέδια. Η αυστριακή αστυνομία τον φυλάκισε στις 13 Δεκεμβρίου 1797, μαζί με τον Αργέντη και άλλους Έλληνες που ήταν μέλη της οργάνωσης του Ρήγα. Οι φυλακισμένοι παραδόθηκαν τελικά στις τουρκικές αρχές. Ο Ε. στραγγαλίστηκε στις φυλακές του Βελιγραδίου, μαζί με τον αδερφό του και τους συντρόφους του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Εμμανουήλ Παππά, δήμος — Νέος δήμος (11.789 κάτ.) του νομού Σερρών, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Πνεύματος, Δαφνουδίου, Εμμανουήλ Παππά, Μετάλλων, Νέου Σουλίου, Πενταπόλεως, Τούμπας και Χρυσού, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ Παππάς — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 1.121 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται Α της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εμμανουήλ Παππά …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ, Εμμανουήλ — (1886 – 1972). Χημικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στις φυσικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Βέρνης. Εργάστηκε αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια ως επιμελητής στο… …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Χαλκιδική. Υπήρξε από τους πρώτους που προσχώρησαν στην Επανάσταση. Αρχικά πολέμησε στη Μακεδονία και, μετά την καταστολή του κινήματος εκεί, πολέμησε ως οπλαρχηγός στη Στερεά Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ, Καίσαρ — (1904 – 1970). Ποιητής και μεταφραστής. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η γνώση της γαλλικής, της αγγλικής και της ιταλικής γλώσσας τον βοήθησε να μελετήσει τα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης. Αρχικά εργάστηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Σαντορίνης Εμμανουήλ Λιγνού — Το Λαογραφικό Μουσείο Σαντορίνης ιδρύθηκε το 1974 από το δικηγόρο και δημοσιογράφο Εμμανουήλ Α. Λιγνό. Η συλλογή του στεγάζεται σε ένα υπόσκαφο σπίτι που χτίστηκε το 1861. Τα αντικείμενα που αποτελούν αυτή τη συλλογή εκτίθενται στους έξι… …   Dictionary of Greek

  • Βίκτωρ Εμμανουήλ — (Victor Emmanuel). Όνομα ηγεμόνων της Σαρδηνίας και της ενωμένης Ιταλίας. 1. Β.Ε. Α’ (1759 – 1824). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1802 14) και δούκας της Σαβοΐας (1814 21). Ήταν συγγενής του Λουδοβίκου IH’ και του κόμη του Αρτουά, του μετέπειτα Καρόλου …   Dictionary of Greek

  • Μπουνιαλής, Εμμανουήλ Τζάνες — (Ρέθυμνο 1610 – Βενετία 1690). Λόγιος κληρικός, ποιητής και ζωγράφος. Στο Ρέθυμνο πήρε τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής. Έπειτα πήγε στην Κεφαλονιά, Κέρκυρα και, τέλος, στη Βενετία όπου και εγκαταστάθηκε. Το 1659 διορίστηκε εφημέριος του εκεί… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνιάδης, Εμμανουήλ — (Κρήτη 1791 – Ναύπλιο 1863). Αγωνιστής του 1821 και Φιλικός. Το 1814 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να ασχοληθεί με το εμπόριο. Ήταν φιλομαθέστατος, γνώριζε ξένες γλώσσες και μελετούσε τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Μυήθηκε στη Φιλική …   Dictionary of Greek

  • Κριαράς, Εμμανουήλ — (Πειραιάς 1906 –). Φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παρακολούθησε μαθήματα βυζαντινολογίας στο Μόναχο. Επίσης, πραγματοποίησε σπουδές συγκριτικής γραμματολογίας, νεοελληνικής γλώσσας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”